Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (νόμος 3896 φεκ 207/8.12.2010) περί λύσης της σχέσεως εργασίας και της υπαλληλικής σχέσεως - προστασίας έναντι αντιποίνων (Αρθρο 14 παρ. 1 περ. γ΄ και άρθρο 24 της Οδηγίας), απαγορεύεται η καταγγελία ή η με οποιονδήποτε τρόπο λύση της σχέσεως εργασίας και της υπαλληλικής σχέσεως, καθώς και κάθε άλλη δυσμενής μεταχείριση, όταν αυτή συνιστά εκδικητική συμπεριφορά του εργοδότη, λόγω μη ενδοτικότητας του εργαζομένου σε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση σε βάρος του, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 2, ή όταν γίνεται ως αντίδραση του εργοδότη, ή υπεύθυνου για επαγγελματική κατάρτιση, σε διαμαρτυρία, καταγγελία, μαρτυρία ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια προσώπου εργαζομένου επαγγελματικά καταρτιζόμενου, ή εκπροσώπου του, στο χώρο της επιχείρησης ή επαγγελματικής κατάρτισης, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρχής, η οποία είναι σχετική με την εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου.
Συνεπώς, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να γνωρίζει ότι είναι απαραίτητο βάση της ισχύουσας νομοθεσίας, να παρέχει στους εργαζόμενους ένα ασφαλές εργασιακό περιβάλλον, χωρίς οποιαδήποτε διάκριση, μορφή βίας ή παρενόχλησης. Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε εργαζόμενος/η του αναφέρει κάποιο περιστατικό παρενόχλησης ή βίας ή αν ο ίδιος αντιληφθεί ότι συμβαίνει οποιαδήποτε μορφή βίας ή παρενόχλησης στο εργασιακό περιβάλλον, είναι αναγκαίο να λάβει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να προστατεύσει τους εργαζόμενους και αυτό να σταματήσει άμεσα. Σε διαφορετική περίπτωση αν ο ίδιος αγνοήσει την παρενόχληση, τότε ο ίδιος μπορεί να θεωρηθεί συνυπεύθυνος.
Είναι σημαντικό και επιβάλλεται βάση της ισχύουσας νομοθεσίας, ο εργοδότης να έχει πλήρη ενημέρωση για τις ολέθριες συνέπειες της παρενόχλησης κυρίως ως προς την υγεία/ψυχική υγεία των εργαζομένων και κατά συνέπεια στην απόδοση των εργαζομένων. Πιο συγκεκριμένα, οι επιπτώσεις της παρενόχλησης που υφίσταται το άτομο μπορεί να επηρεάσουν την ψυχική του υγεία, με αποτέλεσμα το άτομο να αισθάνεται αυξημένο άγχος, δυσφορία, συναισθήματα κατωτερότητας και μειονεξίας, απογοήτευσης, μοναξιάς, μελαγχολίας κλπ, τα οποία με τη σειρά τους μπορεί να δημιουργήσουν φοβίες, προβλήματα μνήμης, αδυναμία συγκέντρωσης, μειωμένη απόδοση ή μπορεί ακόμα το άτομο να οδηγηθεί σε καταχρήσεις ή να έχει τάσεις αυτοκτονικότητας. Επιπρόσθετα, η παρενόχληση μπορεί να έχει ως αντίκτυπο τα ψυχοσωματικά συμπτώματα του ατόμου, όπως είναι για παράδειγμα οι ημικρανίες, πονοκεφάλους, γαστρεντερικές διαταραχές, σκελετικά προβλήματα, κνησμούς, ταχυκαρδίες, διαταραχές ύπνου και άλλα.
Εκτός από τον αρνητικό αντίκτυπο που έχει η παρενόχληση στο άτομο που τη δέχεται, έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στους εργοδότες και στις επιχειρήσεις.
Επιπλέον, είναι σημαντικό ο εργοδότης να κατανοεί τους λόγους για τους οποίους οι εργαζόμενοι/ες μπορεί να υποκρύπτουν την παρενόχληση ή μπορεί να μην εκφράζουν γενικότερα παράπονα για παρενόχληση ή εκφοβισμό που πιθανά να βιώνουν, εξαιτίας του φόβου για αντίποινα, για εξευτελισμό ή ακόμα επειδή νομίζουν ότι δεν θα βρουν υποστήριξη αν την καταγγείλουν. Στο πλαίσιο αυτό, οι εργοδότες οφείλουν να βοηθήσουν στην εξομάλυνση υγιών σχέσεων μεταξύ του προσωπικού.
Συνεπώς, ο καλύτερος τρόπος πρόληψης όλων των μορφών παρενόχλησης είναι οι ξεκάθαρες πολιτικές με σκοπό να διασφαλιστεί η προστασία των εργαζομένων αλλά και της επιχείρησης. Σε περίπτωση που εμφανιστούν φαινόμενα παρενόχλησης, είναι απαραίτητο να υπάρχουν άμεσα διαθέσιμες διαδικασίες για την αντιμετώπιση του φαινομένου αλλά και για την πρόληψη της επανεμφάνισής της